Το Ταξίδι Του Τσαγιού

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΤΣΑΓΙΟΥ

Ήταν ένα βροχερό απόγευμα στο κέντρο του Λονδίνου. Στα πεζοδρόμια της Τσαρλς Στριτ είχαν σχηματιστεί μικρές λίμνες νερού, αποτέλεσμα κακοτεχνίας κάποιου εργάτη.

Μέσα όμως από το παράθυρο του αριθμού 18 όλα ήταν διαφορετικά. Ένα ευρύχωρο δωμάτιο με σκοτεινές ξύλινες επενδύσεις και περίτεχνα περσικά χαλιά φιλοξενούσε τη βιβλιοθήκη του λόρδου Σάλσμπουρι, ο οποίος βρισκόταν καθισμένος σε μία αναπαυτική πολυθρόνα μπροστά από το αναμμένο τζάκι. Απέναντι του ήταν ο αγαπημένος του φίλος, ο Ερρίκος Ιωάννης Τεμπλ, Υποκόμης του Πάλμερστον, ένας καθώς πρέπει κύριος που είχε γνωρίσει στη λέσχη.

Ενώ συζητούσαν για τα νέα της εβδομάδας, η πόρτα του δωματίου άνοιξε και μία μαγευτική μυρωδιά κατέλαβε τον χώρο.

– Το τσάι σας είναι έτοιμο κύριοι, είπε ο μεσήλικας μπάτλερ κρατώντας ένα δίσκο με μία πορσελάνινη τσαγιέρα, δύο φλυτζάνια και μερικά γλυκά.

– Άφησέ το εδώ Τόμας, είπε ο λόρδος και έδειξε ένα τραπεζάκι.

Ο μπάτλερ ακούμπησε το δίσκο και σέρβιρε τσάι στους κυρίους. Ο κύριος Σάλσμπουρι έβαλε δύο κύβους ζάχαρης και λίγο γάλα, ενώ ο κύριος Τεμπλ το απέφυγε για να απολαύσει τη γεύση του τσαγιού.

Ο κύριος Τεμπλ έφερε το φλυτζάνι του στο πρόσωπό του και είπε:

– Υπέροχο άρωμα.

– Υπέροχο άρωμα, είπε ο Σαλίμ, ενώ μύριζε το άρωμα του τσαγιού από την πήλινη κούπα του.

Ο Σαλίμ ζούσε με τη γυναίκα του και τα επτά παιδιά του στα υψίπεδα της Κεϋλάνης. Δούλευε σκληρά στις φυτείες του τσαγιού που διοικούσε η Βρετανική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών για να βγάλει το ψωμί του. Το σπίτι τους, ένα δωμάτιο στο οποίο ζούσε όλη η οικογένεια.

– Πότε θα έρθει ο Τέιλορ; Ρώτησε η Λατίκα, η γυναίκα του.

– Θα έρθει αύριο να πάρει το τσάι της εβδομάδας και να το πάει στην πόλη για την αποξήρανση.

– Πόσα θα κερδίσεις;

– Περίπου 50 λίρες. Η αξία του έχει πέσει λόγω της έλλειψης βροχής τον τελευταίο μήνα στην περιοχή. Δεν βγαίνουμε.

Η κατάσταση ήταν άσχημη. Ο επτάχρονος γιος τους ο Ζαφάρ ήταν βαριά άρρωστος. Είχαν χάσει ήδη δύο παιδιά στη γέννα.

Τα παιδιά τους κοιμόντουσαν. Οι δυο τους είχαν κάτσει να ζεσταθούν στη μικρή φωτιά μετά από μια μέρα σκληρής δουλειάς. Κάθε μέρα σηκώνονταν προτού φανεί ο ήλιος, για να ανέβουν στη φυτεία και να φροντίσουν τα φυτά ή, αν ήταν η κατάλληλη εποχή, να μαζέψουν τα φύλλα του τσαγιού. Η Κεΰλάνη, που ήταν υπό Βρετανική κατοχή, πνιγόταν στη φτώχεια, ενώ οι Βρετανοί αποικιοκράτες κολυμπούσαν στα πλούτη.

Την επόμενη μέρα ήρθε ο Τζέιμς Τέιλορ, γαιοκτήμονας της περιοχής και ο πρώτος που έφερε το τσάι στο νησί, για να πάρει τη σοδειά της εβδομάδας. Οι άντρες του φόρτωσαν τις κασέλες με το τσάι σε ελέφαντες και ο Τέιλορ έδωσε το ελάχιστο ποσό πληρωμής στο Σαλίμ.

– Ελπίζω να είσαι ευχαριστημένος, του είπε και έφυγε.

Ο Σαλίμ κοίταξε τα λιγοστά του χρήματα και σκέφτηκε ότι με αυτά θα έπρεπε να τα βγάλει πέρα. Το τσάι μπορεί να μην τους έκανε πλούσιους, αλλά τους κρατούσε στη ζωή.

Στο λιμάνι της Κολόμπο, ένα πλοίο φορτωμένο με τσάι ήταν έτοιμο να αποχωρήσει με προορισμό την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας που ο ήλιος δεν δύει ποτέ. Ο δεκαεννιάχρονος Γιόχαν, ένα παιδί από τη Σκωτία, έκανε το πρώτο του ταξίδι ως ναυτικός. Τον είχαν προσλάβει στο λιμάνι του Εδιμβούργου πριν λίγους μήνες. Αυτούς τους μήνες βρισκόταν στην θάλασσα και σε εξωτικά λιμάνια της αυτοκρατορίας και πέρα από αυτή. Ήταν πολύ δημοφιλές εκείνη την εποχή οι νέοι μεσαίων τάξεων να κάνουν τον «γύρο του κόσμου» με εμπορικό πλοίο.

Ο καπετάνιος του πλοίου, ένας εύσωμος μεσήλικας άνδρας, ήθελε το πλήρωμά του να τον υπακούει. Το καράβι έφευγε σε μισή ώρα και οι ναύτες δούλευαν σκληρά για να αποφύγουν τις φωνές του αυστηρού καπετάνιου. Ο Γιόχαν κρατούσε ένα ημερολόγιο, όπου έγραφε τις εμπειρίες και τις περιπέτειες του στο ταξίδι με σκοπό να εκδώσει ένα βιβλίο με την επιστροφή του στην πατρίδα.

Όταν το πλοίο έφυγε όλα φαίνονταν γαλήνια. Ο Γιόχαν ήταν ξαπλωμένος στο κατάστρωμα του πλοίου και αγνάντευε το λιμάνι που όλο και γινόταν μικρότερο. Όλα ήταν ήρεμα και στο αμπάρι του πλοίου βρίσκονταν τόνοι τσαγιού με σκοπό την κατανάλωσή τους από τους Βρετανούς υπηκόους.

Μια εβδομάδα αργότερα, ενώ δεν φαινόταν τίποτα στον ορίζοντα, ξαφνικά προβάλλει το κατάρτι ενός ιστιοφόρου. Ο παρατηρητής κοίταξε με το κιάλι του και αντιλήφθηκε ότι το πλοίο δεν είχε σημαία.

Όταν η απόσταση μεταξύ των δύο πλοίων είχε λιγοστέψει, ήταν πια φανερό πως το πλοίο που ερχόταν δεν είχε ειρηνικές προθέσεις. Τα πλοία βρίσκονταν έξω από τις ακτές της Δυτικής Αφρικής, περιοχή που ήταν «παγίδα πειρατών». Μόλις ο καπετάνιος κατάλαβε τι συνέβαινε κάλεσε όλο το πλήρωμα στο κατάστρωμα.

– Το πλοίο μας βρίσκεται σε κίνδυνο!

– Τι θα κάνουμε καπετάνιε; Ρώτησε ένας ναύτης γεμάτος αγωνία.

– Θα προσπαθήσουμε να τους ξεφύγουμε, και αν δεν τα καταφέρουμε, θα αμυνθούμε μέχρι θανάτου για να σώσουμε το φορτίο.

Το πλοίο των πειρατών είχε φτάσει πολύ κοντά στο δικό τους. Ο καπετάνιος διέταξε να γεμίσουν τα κανόνια αλλά συνειδητοποίησε ότι είχαν ελάχιστα πυρομαχικά, γιατί είχαν αφήσει στο λιμάνι τα περισσότερα για να χωρέσει μεγαλύτερη ποσότητα τσαγιού. Όλα έδειχναν πως δεν υπήρχαν ελπίδες.

Το πειρατικό πλοίο είχε πλευρίσει το εμπορικό. Οι σκουρόχρωμοι πειρατές άρχισαν να πηδάνε στο πλοίο και να παλεύουν με τους ναύτες σώμα με σώμα. Η μάχη ήταν σκληρή. Οι ναύτες προσπαθούσαν να σταματήσουν τους πειρατές από το να κλέψουν το φορτίο και να σκοτώσουν τους ίδιους. Με τα λίγα όπλα που είχαν έπρεπε να αντισταθούν στους σκληροτράχηλους πειρατές οι οποίοι είχαν στην κατοχή τους βαρύ οπλισμό. Ο Γιόχαν ορμούσε με θάρρος και απέκρουε τις επιθέσεις των αντιπάλων σαν να ήταν ένας άριστα εκπαιδευμένος στρατιώτης. Η μάχη φαινόταν ήδη χαμένη.

Μετά από λίγα λεπτά όμως, για καλή τους τύχη, φάνηκε ένα βρετανικό πολεμικό πλοίο σαν από μηχανής θεός. Το πλοίο έφτασε σβέλτα και εξουδετέρωσε τους πειρατές. Έτσι έσωσε το εμπορικό με το πλήρωμά του και κατά συνέπεια το πολύτιμο φορτίο του. Τέσσερις, όμως, από τους άνδρες του πλοίου δεν θα έφταναν ποτέ στον προορισμό τους.

Ο Γιόχαν έγραψε κάθε λεπτομέρεια της περιπέτειάς του στο ημερολόγιό του και σκεφτόταν πως μετά από χρόνια θα έλεγε αυτή την ιστορία στους νέους της εποχής και δεν θα τον πίστευαν. Η ζωή του είχε τεθεί σε τεράστιο κίνδυνο, όμως αυτός φαινόταν ενθουσιασμένος.

Η Μαίρη μπήκε στο κατάστημα των Τουίνινγκ στην οδό Στραντ του Λονδίνου. Το κατάστημα, ένας μικρός χώρος, ήταν γεμάτο με ράφια όπου είχαν τοποθετηθεί όμορφες γυάλες με τσάι όλων των ειδών.

– Θα ήθελα ένα μαύρο αρωματικό τσάι.

– Είναι για εσάς;

– Όχι φυσικά, εγώ είμαι μια απλή καμαριέρα. Πίνω μόνο το τσάι που επιλέγει για εμάς το αφεντικό μου.

– Μάλιστα. Το αφεντικό σας έχει προτίμηση για την προέλευση;

– Ναι. Κεϋλάνης.

– Ωραία. Έχω ένα καινούργιο χαρμάνι που μόλις έφτασε χθες. Περιέχει διάφορα άνθη, φλούδες εσπεριδοειδών και ροδοπέταλα. Το άρωμά του είναι καταπληκτικό.

– Μου κάνει. Βάλτε μου μισό κιλό.

Ο πωλητής άνοιξε ένα δοχείο και άρχισε να γεμίζει ένα άλλο μικρότερο. Η Μαίρη μαγεύτηκε από το άρωμα του τσαγιού, αλλά και την ευγένεια του πωλητή.

– Δέκα λίρες παρακαλώ.

Η Μαίρη πλήρωσε και πήρε το δρόμο προς το σπίτι. Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόταν τον νεαρό πωλητή. Τον είχε ερωτευτεί. Πού να ήξερε τότε ότι μετά από κάποια χρόνια θα είχαν κάνει μια όμορφη οικογένεια με τρία παιδιά. Μπορεί η ίδια να μην ήπιε ποτέ από αυτό το τσάι, αλλά της καθόρισε τη ζωή.

Ο λόρδος Σάλσμπουρι έφερε το φλιτζάνι στα χείλη του και κατάπιε μια γουλιά από το τσάι.

– Θεσπέσιο αυτό το τσάι.

– Μα πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς;

blank

Ευχαριστούμε πολύ τον Κυριάκο που μας έστειλε την ιστορία του.

Είναι ένας από τους αγαπημένους μας, τον γνωρίζουμε πολλά χρόνια αφού από μικρό παιδί έρχεται και απολαμβάνει το τσάι του.

Μενού
Κατηγορίες